Η Νικομήδεια, πρωτεύουσα του αυτόνομου βασιλείου της Βιθυνίας, χτίστηκε το 264 (ή 262) π.Χ. από το Νικομήδη Α΄ και πήρε το όνομά του. Μετά το τέλος των Μιθριδατικών πολέμων δημιουργήθηκε η νέα επαρχία Πόντου-Βιθυνίας και η Νικομήδεια έγινε μητρόπολη, ερίζοντας για την πρωτοκαθεδρία με τη γειτονική της Νίκαια. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε διάφορα πολεμικά γεγονότα. Ο Διοκλητιανός την επέλεξε για αυτοκρατορική του πρωτεύουσα. Προς το τέλος της διακυβέρνησής του εξαπέλυσε μεγάλο διωγμό κατά των χριστιανών της πόλης, που συνεχίστηκε και από τους διαδόχους του.
Λόγω της μεγάλης σεισμικότητας της περιοχής, η πόλη καταστράφηκε πολλές φορές.
Στην τουρκική Izmit που απέχει περί τα 108 χιλ. ανατολικά της Κωνσταντινούπολης
H πόλη, όπως μαρτυρείται τον 6ο αιώνα στον Συνέκδημο του Iεροκλή, κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν η πολιτική και εκκλησιαστική μητρόπολη της επαρχίας Βιθυνίας. Τα πρωτεία όμως τα διεκδικούσε και η Νίκαια. Η αντιπαράθεσή τους αντανακλάται στις ιστορικές πηγές και συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε η Νίκαια γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Η Νικομήδεια ιδρύθηκε από το βασιλιά Νικόμηδο τον Α’ το 264 π.χ., στη βόρεια πλευρά του Αστακηνού κόλπου, ο οποίος από τότε μέχρι και σήμερα έγινε γνωστός σαν κόλπος της Νικομήδειας.
Οι διάδοχοι του Νικόμηδου την καλλώπισαν και μ’ αυτό τον καλλωπισμό προσέλκυσε όλες τις επισημότητες της αρχαιότητας όπως ο Αννίβας, ο Πλίνιος, ο Αδριανός και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ο οποίος έκτισε ανάκτορα, ναυπηγεία, νομισματοκοπείο και οπλοποιείο.
H ιστορία της Nικομηδείας συνδέθηκε στενά με την ιστορία του προκτήτορα Διοκλή, ο οποίος στις 20 Nοεμβρίου 284 εξελέγη στην πόλη αυτή αυτοκράτορας από τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και μετονομάστηκε Διοκλητιανός (284-305). Έκτοτε οι επισκέψεις του στην πόλη ήταν συχνές, έως ότου το 293 κατέστησε τη Nικομήδεια δεύτερη πρωτεύουσα του Pωμαϊκού κράτους και διέμενε εκεί για μακρά περίοδο. Tο 294 ο Γαλέριος Mαξιμιανός (Galerius Valerius Maximianus) και ο Kωνστάντιος (Flavius Valerius Constantius) αναγορεύτηκαν καίσαρες στη Nικομήδεια. Ακολούθησε μια περίοδος κατά την οποία η χριστιανική κοινότητα της πόλης δοκιμάστηκε σκληρά στα πλαίσια των διωγμών εναντίον των χριστιανών που κήρυξαν ο Διοκλητιανός, το έτος 303, ο Μαξιμίνος (309-313) και ο Λικίνιος (313-324).
Tον 4ο αιώνα, η Nικομήδεια εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και κλασικής παιδείας. H ιστορία της συνδέθηκε με τον Iουλιανό (361-363) και τον δάσκαλό του, τον ρήτορα Λιβάνιο.
Το 344-5, ο νεαρός τότε Iουλιανός βρέθηκε για σπουδές στη Nικομήδεια κοντά στον ανάδοχό του επίσκοπο Ευσέβιο, έγινε κληρικός αξιωματούχος (διάκονος) της μητρόπολης Νικομήδειας και στην πόλη αυτή άρχισε η μεταστροφή του στην ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία από τον Mάξιμο Eφέσου.
Στη Nικομήδεια υποχρεώθηκε να μεταβεί και ο Λιβάνιος ύστερα από την αποδοκιμασία του από χριστιανούς φιλοσόφους στην Kωνσταντινούπολη και τη Nίκαια.
Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά από σεισμό στα 358 μ.Χ. Tο 362 ο Ιουλιανός (361-363) αμέσως μετά την επίσκεψή του στην πόλη προχώρησε στην ανοικοδόμησή της. Η Νικομήδεια όμως γνώρισε νέα καταστροφή από το σεισμό της 2ας Δεκεμβρίου του 363 μ.Χ.
Tο 1333, οι Oθωμανοί με το σουλτάνο Ορχάν (Orhan) πολιόρκησαν τη Nικομήδεια.
O αυτοκράτορας Aνδρόνικος Γ’ (1328-1341) έφθασε με πλοία στη Nικομήδεια και ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Oρχάν. O αυτοκράτορας αποφάσισε να του πληρώνει 12.000 υπέρπυρα (Υπέρπυρο = χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Κυκλοφόρησε επί αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου) κάθε χρόνο για τα κάστρα της Mεσοθυνίας, από τη Nικομήδεια μέχρι τη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Το 1334 απειλήθηκε εκ νέου από τους Oθωμανούς, αλλά άντεξε στην πολιορκία, συνεπεία της φυσικά οχυρής θέσης της, της ισχυρής οχύρωσης και της εισαγωγής εφοδίων από τον Aνδρόνικο Γ’. Κατά την πολιορκία όμως του 1337 οι κάτοικοι καταβλήθηκαν από την ασιτία και η Νικομήδεια παραδόθηκε στους Oθωμανούς. Ο σουλτάνος Ορχάν (Orhan) μετέτρεψε την αρχαία χριστιανική εκκλησία σε τζαμί με την ονομασία Ορχανιέ (Orhanıye).
Η Νικομήδεια είναι πατρίδα του ιστορικού συγγραφέα Αρριανού (95-175μ.χ.). Είναι δε τόπος μαρτυρίου του Αγίου Παντελεήμονα, ο τάφος του οποίου βρίσκεται 2 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη. Κοντά στην ελιά που μαρτύρησε έχει κτιστή το ομώνυμο Βυζαντινό μοναστήρι.
Η Νικομήδεια το 1922 είχε 30.000 κατοίκους από τους οποίους 7.000 Έλληνες (Ελληνόφωνοι, Τουρκόφωνοι και λίγοι Σλαβόφωνοι), 7.000 Αρμένιοι (Αρμενόφωνοι και Τουρκόφωνοι), 15.000 Τούρκοι (Τουρκόφωνοι, Αλβανόφωνοι, Σλαβόφωνοι, Κιρκισιόφωνοι και Αμπχαζόφωνοι) και 1.000 Εβραίοι και Λεβαντίνοι.
Απέχει 90 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη και 360 χιλιόμετρα από την Άγκυρα, με την οποία συνδέονταν με σιδηρόδρομο.
Είχε ναύσταθμο, εργοστάσιο εριουργίας (τσοχανά/çuhane), εργοστάσιο του Μονοπωλίου των Καπνών, πολλά εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια, μια Γαλλική σχολή, και πολλά Ελληνικά αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία.
Είχε επίσης δύο παλάτια. Το ένα είναι Βυζαντινό και είχε κτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Εμπορικά η πόλη εξήγαγε ξυλεία, βαμβάκι, μετάξι, λιναρόσπορο, οπωρικά, τυρί, πολλά νωπά και παστά ψάρια, άριστη ποιότητα καπνού.
Διευθυντής της Αστυνομίας στη Νικομήδεια κατά την επίμαχη περίοδο αλλά και κατά την περίοδο της Ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας, ήταν ο Μουχεντίν Μπέης (Muheddin Bey), εγγονός του Μεγάλου Βεζίρη Τζεντέντ Πασά (Cended Paşa). Όλες οι αναφορές που υπάρχουν για τον Μουχεντίν Μπέη καταλήγουν στο ότι υπήρξε δίκαιος προς τις μειονότητες.
Κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο μετατοπίστηκαν όλοι οι Αρμένιοι κάτοικοι της περιοχής στις ερήμους του Δερί Ζάρ (Deri Zağ), όπου οι περισσότεροι κατασφάχτηκαν και όσοι επέζησαν πέθαναν από τις κακουχίες και τις στερήσεις. Τις ωραιότερες γυναίκες και τις ανύπαντρες, τις άρπαξαν οι Κούρδοι οι Άραβες και οι Τούρκοι στρατιώτες. Μετά την ανακωχή, πολύ λίγες επέστρεψαν πίσω στη Νικομήδεια.
Μετά τη εκτόπιση των Αρμενίων, οι Τούρκοι μπήκαν στα σπίτια τους, έκαναν πλιάτσικο και άρπαξαν ότι αξιόλογο βρήκαν μέσα. Μετά τα πυρπόλησαν, ώστε επιστρέφοντες οι Αρμένιοι πίσω να μη βρουν τίποτα, αλλά και για να καλύψουν τις αρπαγές τους.
Μετά την αναχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από την πόλη, στη Νικομήδεια μπήκε το ιππικό τάγμα εφόδου λογχοφόρων υπό τον ταγματάρχη Εδήπ Μπέη (Edip Bey).
Η πόλη λεηλατήθηκε και οι χριστιανοί κάτοικοί της (Έλληνες, Αρμένιοι αλλά και πολλοί Κιρκάσιοι) εγκαταλείποντας τις περιουσίες των, ακολούθησαν τον Ελληνικό στρατό.
Οι Κεμαλικοί κατεδάφισαν από τα θεμέλια το Βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα καθώς και πολλά χριστιανικά σπίτια.
Η μαρτυρία του ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» Κ.Φαλτάιτς, καταγόμενος από τη Σύρο, στο βιβλίο του για τη Νικομήδεια αναφέρει:
«Όταν το φετινό Απρίλη έφτασα στη Νικομήδεια, αποσταλμένος από την εφημερίδα «Εμπρός» για να παρακολουθήσω το εκεί πολεμικό μας μέτωπο, βρέθηκα πριν ακόμα πατήσω το πόδι μου στη στεριά εμπρός στην εικόνα της μεγαλύτερης φρίκης και καταστροφής. Από το βαπόρι που πλέαμε στον κόλπο της Νικομήδειας βλέπαμε τους καπνούς των χριστιανικών χωριών, Νεοχώρι, Οβατζίκ, Τολγκέλ, Καρά-Τέτα που τα έκαιαν οι Τούρκοι και όταν εφτάσαμε στο λιμάνι της Νικομήδειας είδαμε την παραλία γεμάτη πρόσφυγες, Έλληνες, Αρμένιους, Κιρκάσιους, Τούρκους ακόμη, που έφευγαν από τον Τουρκικό τυφώνα. Ύστερα από μερικό καιρό, το Μάη, φάνηκε ένα αγγλικό καταδρομικό, ο Κένταυρος, στο λιμάνι της Νικομήδειας και οι χιλιάδες των προσφύγων εμάθαιναν ότι στο καταδρομικό αυτό ήταν μια επιτροπή από δυο άγγλους αξιωματικούς, έναν Ιταλό και έναν Γάλλο που έρχονταν στη Νικομήδεια να εξετάσουν τις ωμότητες των Τούρκων και τις…αγριότητες των Ελλήνων. Σκέφτηκα τότε να μαζέψω πληροφορίες για τις σφαγές και τους διωγμούς που έκαναν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, και τους Κιρκάσιους. Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, Έλληνες, Αρμένιοι, Κιρκάσιοι, Αλβανοί, Πέρσες και Τούρκοι ακόμη έφευγαν μαζί με τον Ελληνικό στρατό στο πλησίασμα των Τούρκων του Κεμάλ. Από την περιοχή της Νικομήδειας με σαρανταπέντε σχεδόν ελληνικές πολιτείες και χωριά και σαράντα σχεδόν αρμένικα χωριά και πολιτείες δεν έχει μείνει σήμερα άλλο τίποτα από στάχτη και ερείπια, και οι εκατό χιλιάδες των σφαγμένων.»
Η εικόνα που δίνεται για τη Nικομήδεια από τις ιστορικές πηγές είναι αυτή μιας μεγαλοπρεπούς πόλης με μεγάλους δρόμους, κιονοστοιχίες, δημόσια κτήρια και τείχη. Εκτός των τειχών υπήρχαν προάστια και μονές.
Περιορισμένες ανασκαφές έχουν γίνει μόνο στη δυτική πλευρά της πόλης με αφορμή την οικοδόμηση εργοστασίου χαρτοποιίας. Στην περιοχή αυτή ανασκάφηκαν λουτρά με μαρμάρινες επενδύσεις, οικίες, μία περίστυλη αυλή και ένα σύνολο καταστημάτων κοντά στην παραλία, που χρονολογούνται στον πρώιμο 4ο αιώνα. H κατασκευή των οικοδομημάτων αυτών ήταν τόσο συμπαγής ώστε χρησιμοποιήθηκε δυναμίτης για την απομάκρυνση των θεμελίων τους.
Στη Nικομήδεια δεν σώζονται κατάλοιπα της κοσμικής ή της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Διατηρείται όμως μεγάλο μέρος των οχυρώσεών της, με φάσεις από την ελληνιστική εποχή μέχρι και την οθωμανική κατάκτηση. Τα τείχη της πρωτοβυζαντινής πόλης, που ανεγέρθηκαν επί Διοκλητιανού (284-305), εκτείνονταν από τους λόφους μέχρι την παραλία και συνέπιπταν σε κάποια σημεία με τα παλαιότερα ελληνιστικά. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, τα τείχη δεν διατηρήθηκαν σε όλο τους το μήκος εξαιτίας των υψηλών δαπανών συντήρησης. Σε καλύτερη κατάσταση σώζονται στις μέρες μας τα τείχη του βυζαντινού κάστρου στο λόφο κυρίως από την εποχή των Κομνηνών, αλλά και με μεταγενέστερες φάσεις (12ος-14ος αιώνας).
Η έκταση της σημερινής πόλης φτάνει μέχρι την παραλία, όπου η Ελληνική συνοικία κατέχει πολύ γραφική θέση.
πηγή http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=5568
Λόγω της μεγάλης σεισμικότητας της περιοχής, η πόλη καταστράφηκε πολλές φορές.
Στην τουρκική Izmit που απέχει περί τα 108 χιλ. ανατολικά της Κωνσταντινούπολης
H πόλη, όπως μαρτυρείται τον 6ο αιώνα στον Συνέκδημο του Iεροκλή, κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν η πολιτική και εκκλησιαστική μητρόπολη της επαρχίας Βιθυνίας. Τα πρωτεία όμως τα διεκδικούσε και η Νίκαια. Η αντιπαράθεσή τους αντανακλάται στις ιστορικές πηγές και συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε η Νίκαια γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Η Νικομήδεια ιδρύθηκε από το βασιλιά Νικόμηδο τον Α’ το 264 π.χ., στη βόρεια πλευρά του Αστακηνού κόλπου, ο οποίος από τότε μέχρι και σήμερα έγινε γνωστός σαν κόλπος της Νικομήδειας.
Οι διάδοχοι του Νικόμηδου την καλλώπισαν και μ’ αυτό τον καλλωπισμό προσέλκυσε όλες τις επισημότητες της αρχαιότητας όπως ο Αννίβας, ο Πλίνιος, ο Αδριανός και ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ο οποίος έκτισε ανάκτορα, ναυπηγεία, νομισματοκοπείο και οπλοποιείο.
H ιστορία της Nικομηδείας συνδέθηκε στενά με την ιστορία του προκτήτορα Διοκλή, ο οποίος στις 20 Nοεμβρίου 284 εξελέγη στην πόλη αυτή αυτοκράτορας από τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και μετονομάστηκε Διοκλητιανός (284-305). Έκτοτε οι επισκέψεις του στην πόλη ήταν συχνές, έως ότου το 293 κατέστησε τη Nικομήδεια δεύτερη πρωτεύουσα του Pωμαϊκού κράτους και διέμενε εκεί για μακρά περίοδο. Tο 294 ο Γαλέριος Mαξιμιανός (Galerius Valerius Maximianus) και ο Kωνστάντιος (Flavius Valerius Constantius) αναγορεύτηκαν καίσαρες στη Nικομήδεια. Ακολούθησε μια περίοδος κατά την οποία η χριστιανική κοινότητα της πόλης δοκιμάστηκε σκληρά στα πλαίσια των διωγμών εναντίον των χριστιανών που κήρυξαν ο Διοκλητιανός, το έτος 303, ο Μαξιμίνος (309-313) και ο Λικίνιος (313-324).
Tον 4ο αιώνα, η Nικομήδεια εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και κλασικής παιδείας. H ιστορία της συνδέθηκε με τον Iουλιανό (361-363) και τον δάσκαλό του, τον ρήτορα Λιβάνιο.
Το 344-5, ο νεαρός τότε Iουλιανός βρέθηκε για σπουδές στη Nικομήδεια κοντά στον ανάδοχό του επίσκοπο Ευσέβιο, έγινε κληρικός αξιωματούχος (διάκονος) της μητρόπολης Νικομήδειας και στην πόλη αυτή άρχισε η μεταστροφή του στην ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία από τον Mάξιμο Eφέσου.
Στη Nικομήδεια υποχρεώθηκε να μεταβεί και ο Λιβάνιος ύστερα από την αποδοκιμασία του από χριστιανούς φιλοσόφους στην Kωνσταντινούπολη και τη Nίκαια.
Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά από σεισμό στα 358 μ.Χ. Tο 362 ο Ιουλιανός (361-363) αμέσως μετά την επίσκεψή του στην πόλη προχώρησε στην ανοικοδόμησή της. Η Νικομήδεια όμως γνώρισε νέα καταστροφή από το σεισμό της 2ας Δεκεμβρίου του 363 μ.Χ.
Tο 1333, οι Oθωμανοί με το σουλτάνο Ορχάν (Orhan) πολιόρκησαν τη Nικομήδεια.
O αυτοκράτορας Aνδρόνικος Γ’ (1328-1341) έφθασε με πλοία στη Nικομήδεια και ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Oρχάν. O αυτοκράτορας αποφάσισε να του πληρώνει 12.000 υπέρπυρα (Υπέρπυρο = χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Κυκλοφόρησε επί αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου) κάθε χρόνο για τα κάστρα της Mεσοθυνίας, από τη Nικομήδεια μέχρι τη βυζαντινή πρωτεύουσα.
Το 1334 απειλήθηκε εκ νέου από τους Oθωμανούς, αλλά άντεξε στην πολιορκία, συνεπεία της φυσικά οχυρής θέσης της, της ισχυρής οχύρωσης και της εισαγωγής εφοδίων από τον Aνδρόνικο Γ’. Κατά την πολιορκία όμως του 1337 οι κάτοικοι καταβλήθηκαν από την ασιτία και η Νικομήδεια παραδόθηκε στους Oθωμανούς. Ο σουλτάνος Ορχάν (Orhan) μετέτρεψε την αρχαία χριστιανική εκκλησία σε τζαμί με την ονομασία Ορχανιέ (Orhanıye).
Η Νικομήδεια είναι πατρίδα του ιστορικού συγγραφέα Αρριανού (95-175μ.χ.). Είναι δε τόπος μαρτυρίου του Αγίου Παντελεήμονα, ο τάφος του οποίου βρίσκεται 2 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη. Κοντά στην ελιά που μαρτύρησε έχει κτιστή το ομώνυμο Βυζαντινό μοναστήρι.
Η Νικομήδεια το 1922 είχε 30.000 κατοίκους από τους οποίους 7.000 Έλληνες (Ελληνόφωνοι, Τουρκόφωνοι και λίγοι Σλαβόφωνοι), 7.000 Αρμένιοι (Αρμενόφωνοι και Τουρκόφωνοι), 15.000 Τούρκοι (Τουρκόφωνοι, Αλβανόφωνοι, Σλαβόφωνοι, Κιρκισιόφωνοι και Αμπχαζόφωνοι) και 1.000 Εβραίοι και Λεβαντίνοι.
Απέχει 90 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη και 360 χιλιόμετρα από την Άγκυρα, με την οποία συνδέονταν με σιδηρόδρομο.
Είχε ναύσταθμο, εργοστάσιο εριουργίας (τσοχανά/çuhane), εργοστάσιο του Μονοπωλίου των Καπνών, πολλά εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια, μια Γαλλική σχολή, και πολλά Ελληνικά αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία.
Είχε επίσης δύο παλάτια. Το ένα είναι Βυζαντινό και είχε κτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Εμπορικά η πόλη εξήγαγε ξυλεία, βαμβάκι, μετάξι, λιναρόσπορο, οπωρικά, τυρί, πολλά νωπά και παστά ψάρια, άριστη ποιότητα καπνού.
Διευθυντής της Αστυνομίας στη Νικομήδεια κατά την επίμαχη περίοδο αλλά και κατά την περίοδο της Ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας, ήταν ο Μουχεντίν Μπέης (Muheddin Bey), εγγονός του Μεγάλου Βεζίρη Τζεντέντ Πασά (Cended Paşa). Όλες οι αναφορές που υπάρχουν για τον Μουχεντίν Μπέη καταλήγουν στο ότι υπήρξε δίκαιος προς τις μειονότητες.
Κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο μετατοπίστηκαν όλοι οι Αρμένιοι κάτοικοι της περιοχής στις ερήμους του Δερί Ζάρ (Deri Zağ), όπου οι περισσότεροι κατασφάχτηκαν και όσοι επέζησαν πέθαναν από τις κακουχίες και τις στερήσεις. Τις ωραιότερες γυναίκες και τις ανύπαντρες, τις άρπαξαν οι Κούρδοι οι Άραβες και οι Τούρκοι στρατιώτες. Μετά την ανακωχή, πολύ λίγες επέστρεψαν πίσω στη Νικομήδεια.
Μετά τη εκτόπιση των Αρμενίων, οι Τούρκοι μπήκαν στα σπίτια τους, έκαναν πλιάτσικο και άρπαξαν ότι αξιόλογο βρήκαν μέσα. Μετά τα πυρπόλησαν, ώστε επιστρέφοντες οι Αρμένιοι πίσω να μη βρουν τίποτα, αλλά και για να καλύψουν τις αρπαγές τους.
Μετά την αναχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από την πόλη, στη Νικομήδεια μπήκε το ιππικό τάγμα εφόδου λογχοφόρων υπό τον ταγματάρχη Εδήπ Μπέη (Edip Bey).
Η πόλη λεηλατήθηκε και οι χριστιανοί κάτοικοί της (Έλληνες, Αρμένιοι αλλά και πολλοί Κιρκάσιοι) εγκαταλείποντας τις περιουσίες των, ακολούθησαν τον Ελληνικό στρατό.
Οι Κεμαλικοί κατεδάφισαν από τα θεμέλια το Βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα καθώς και πολλά χριστιανικά σπίτια.
Η μαρτυρία του ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» Κ.Φαλτάιτς, καταγόμενος από τη Σύρο, στο βιβλίο του για τη Νικομήδεια αναφέρει:
«Όταν το φετινό Απρίλη έφτασα στη Νικομήδεια, αποσταλμένος από την εφημερίδα «Εμπρός» για να παρακολουθήσω το εκεί πολεμικό μας μέτωπο, βρέθηκα πριν ακόμα πατήσω το πόδι μου στη στεριά εμπρός στην εικόνα της μεγαλύτερης φρίκης και καταστροφής. Από το βαπόρι που πλέαμε στον κόλπο της Νικομήδειας βλέπαμε τους καπνούς των χριστιανικών χωριών, Νεοχώρι, Οβατζίκ, Τολγκέλ, Καρά-Τέτα που τα έκαιαν οι Τούρκοι και όταν εφτάσαμε στο λιμάνι της Νικομήδειας είδαμε την παραλία γεμάτη πρόσφυγες, Έλληνες, Αρμένιους, Κιρκάσιους, Τούρκους ακόμη, που έφευγαν από τον Τουρκικό τυφώνα. Ύστερα από μερικό καιρό, το Μάη, φάνηκε ένα αγγλικό καταδρομικό, ο Κένταυρος, στο λιμάνι της Νικομήδειας και οι χιλιάδες των προσφύγων εμάθαιναν ότι στο καταδρομικό αυτό ήταν μια επιτροπή από δυο άγγλους αξιωματικούς, έναν Ιταλό και έναν Γάλλο που έρχονταν στη Νικομήδεια να εξετάσουν τις ωμότητες των Τούρκων και τις…αγριότητες των Ελλήνων. Σκέφτηκα τότε να μαζέψω πληροφορίες για τις σφαγές και τους διωγμούς που έκαναν οι Τούρκοι στους χριστιανούς, και τους Κιρκάσιους. Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, Έλληνες, Αρμένιοι, Κιρκάσιοι, Αλβανοί, Πέρσες και Τούρκοι ακόμη έφευγαν μαζί με τον Ελληνικό στρατό στο πλησίασμα των Τούρκων του Κεμάλ. Από την περιοχή της Νικομήδειας με σαρανταπέντε σχεδόν ελληνικές πολιτείες και χωριά και σαράντα σχεδόν αρμένικα χωριά και πολιτείες δεν έχει μείνει σήμερα άλλο τίποτα από στάχτη και ερείπια, και οι εκατό χιλιάδες των σφαγμένων.»
Η εικόνα που δίνεται για τη Nικομήδεια από τις ιστορικές πηγές είναι αυτή μιας μεγαλοπρεπούς πόλης με μεγάλους δρόμους, κιονοστοιχίες, δημόσια κτήρια και τείχη. Εκτός των τειχών υπήρχαν προάστια και μονές.
Περιορισμένες ανασκαφές έχουν γίνει μόνο στη δυτική πλευρά της πόλης με αφορμή την οικοδόμηση εργοστασίου χαρτοποιίας. Στην περιοχή αυτή ανασκάφηκαν λουτρά με μαρμάρινες επενδύσεις, οικίες, μία περίστυλη αυλή και ένα σύνολο καταστημάτων κοντά στην παραλία, που χρονολογούνται στον πρώιμο 4ο αιώνα. H κατασκευή των οικοδομημάτων αυτών ήταν τόσο συμπαγής ώστε χρησιμοποιήθηκε δυναμίτης για την απομάκρυνση των θεμελίων τους.
Στη Nικομήδεια δεν σώζονται κατάλοιπα της κοσμικής ή της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Διατηρείται όμως μεγάλο μέρος των οχυρώσεών της, με φάσεις από την ελληνιστική εποχή μέχρι και την οθωμανική κατάκτηση. Τα τείχη της πρωτοβυζαντινής πόλης, που ανεγέρθηκαν επί Διοκλητιανού (284-305), εκτείνονταν από τους λόφους μέχρι την παραλία και συνέπιπταν σε κάποια σημεία με τα παλαιότερα ελληνιστικά. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, τα τείχη δεν διατηρήθηκαν σε όλο τους το μήκος εξαιτίας των υψηλών δαπανών συντήρησης. Σε καλύτερη κατάσταση σώζονται στις μέρες μας τα τείχη του βυζαντινού κάστρου στο λόφο κυρίως από την εποχή των Κομνηνών, αλλά και με μεταγενέστερες φάσεις (12ος-14ος αιώνας).
Η έκταση της σημερινής πόλης φτάνει μέχρι την παραλία, όπου η Ελληνική συνοικία κατέχει πολύ γραφική θέση.
πηγή http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=5568
Από το 1339 έως το 1920 ακολούθησε η οθωμανική κυριαρχία. Κατά την περίοδο αυτή η πόλη κατέστη λιμάνι, ναυτική βάση και ναύσταθμος, με νεωρεία για την κατασκευή των πλοίων. Από τα δάση της προέρχονταν μεγάλη ποσότητα ξυλείας. Παράγονταν μετάξι, φρούτα και καπνά. Χτίσθηκαν τεμένη και άλλα κτίσματα της οθωμανικής και μουσουλμανικής τέχνης. Στα χρόνια αυτά, το ελληνικό όνομα Νικομήδεια, από τη φράση «εις Νικομήδειαν» εκτουρκίσθηκε σε IZNIKUMID, Iznikmid, IZMID και τελικά ΙΖΜΙΤ. Συνδεδεμένη ακτοπλοϊκώς με την Κωνσταντινούπολη και σιδηροδρομικώς με την ΄Αγκυρα, η Νικομήδεια στις αρχές του προηγούμενου αιώνα αποτελούσε σπουδαίο εμπορικό κέντρο με ακμάζουσα ελληνική κοινότητα. Κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο αποτελούσε ανεξάρτητο σαντζάκι.΄Ηταν έδρα μητροπόλεως, της οποίας οι ελληνικές κοινότητες αριθμούσαν 70.000 κατοίκους79. Αρχές του Κ΄αιώνα η Νικομήδεια είχε πληθυσμό 20.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 9.500 ήταν μουσουλμάνοι. Το 1873 συνδέθηκε με τη σιδηροδρομική γραμμή προς την Κωνσταντινούπολη
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανακωχή του Μούδρου (1918) αγγλικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Νικομήδεια Τα έτη 1920 -1921 η Νικομήδεια κατελήφθει από τα ελληνικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του 1920 το 16ο Σύνταγμα Πεζικού του Ελληνικού Στρατού εστάλη για ενίσχυση των Βρετανών, ενώ τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο αποβιβάσθηκε στη Νικομήδεια ολόκληρη η ελληνική Μεραρχία Μαγνησίας. Τον Ιούνιο του 1921, η Νικομήδεια εκκενώθηκε από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, αφού προηγουμένως είχαν αναχωρήσει οι ΄Ελληνες κάτοικοί της, καθώς και όσοι από τους Αρμενίους είχαν σωθεί από τους προηγούμενους διωγμούς. Από το 1921 και εξής είναι πόλη της Τουρκίας. Κατά τα χρόνια της τουρκικής δημοκρατίας (1923 εξ.) η Ιζνίκ έγινε η πρωτεύουσα του νομού Κοτζά Ελή (Kocaeli). Ο νομός περιβάλλεται βορείως από τη Μαύρη Θάλασσα και δυτικά από την Προποντίδα και από τους νομούς της Κωνσταντινουπόλεως, Αντά Παζάρ και Προύσης. ΄Εχει εμβαδόν 3.986 τετρ.χιλμιόμετρα και πληθυσμό 930.702 (1990). Υποδιοικήσεις 4, κωμοπόλεις 10 και χωριά 27984.
Η επαρχία Νικομηδείας περιελάμβανε 67 κοινότητας και ομογενή πληθυσμόν 54.031 χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχείς, διότι απολάμβαναν σχετική ησυχία και ασφάλεια. Οι διωγμοί όμως στη Θράκη και τη Μ.Ασία είχαν ήδη αρχίσει, ο φανατισμός και το μίσος του μουσουλμανικού λαού εναντίον των Ελλήνων ενισχυόταν έντονα από τον τουρκικό τύπο, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι της επαρχίας να ξεσηκωθούν. Αρχικά, Τούρκοι ιεροδιδάσκαλοι εστάλησαν στα χωριά αυτά, προκειμένου να κατηχήσουν τους ομοθρήσκους τους για να διενεργούν φανερά πλέον , τον μέχρι τότε εν στενώ κύκλω διενεργούμενο εμπορικό αποκλεισμό και να προβαίνουν σε βιαιοπραγίες, μιμούμενοι τα όσα ήδη διενεργούνταν από ομοφύλους τους αλλού
Στο πλαίσιο του ανωτέρου στρατιωτικού σχεδίου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων χιλιάδες Έλληνες της περιοχής αυτής επιβιβάζονται από τα λιμάνια της Προποντίδας στα πλοία, με ό,τι υπάρχοντα μπορούσαν να μεταφέρουν και κατανέμονται σε διάφορες περιοχές της χώρας μας. Μια από τις περιοχές που θα δεχθεί «προσωρινά» αυτούς τους πρόσφυγες θα είναι και ο Βόλος. Στην συνέχεια ακολουθούν σημαντικότατες πληροφορίες προερχόμενες από τον τύπο της εποχής σχετικές με το σχέδιο εκκένωσις της Νικομήδειας, τη μεταφορά των προσφύγων στο Βόλο, αλλά και τα προβλήματα που δημιούργησε η εγκατάσταση των προσφύγων στον τόπο στον οποίο βρέθηκαν διαβάζουμε σχετικά
Στην εφημερίδα «Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ»
«Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ
ΑΘΗΝΑ . Το Υπουργείο της Περιθάλψεως απέστειλεν 1.000.000 δραχμές δι’ έξοδα μεταφοράς των προσφύγων της Νικομήδειας. Οι εν λόγω πρόσφυγες θα κατανεμηθούν εις νήσους Λήμνον, Σάμον, Χίον και εις τους νομούς Αρκαδίας, τον Βόλον και το Αγρίνιον». Και το πρόγραμμα αρχίζει να υλοποιείται.
Διαβάζουμε στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» Της Τρίτης 15 Ιουνίου 1921:
«ΗΡΧΙΣΕΝ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ΑΘΗΝΑ 14. Ηγγέλθη εις το Υπουργείον,ότι εκ των συγκεντρωθέντων εν Νικομηδεία προσφύγων Μικράς Ασίας επιβιβασθέντων επί των ατμοπλοίων μεταφέρονται εις Μυτιλήνην 9 χιλιάδες, εις Λήμνον 4 χιλιάδες, εις Βόλον και Λάρισαν 8 χιλιάδες, εις Σάμον 6 χιλιάδες, εις Ηλείαν και Τρίπολιν 3 χιλιάδες».
Στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της ίδιας ημέρας (Τρίτη 15 Ιουνίου 1921) διαβάζουμε:
«Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Αύριον μεταφέρονται εις την πόλιν μας εκ Νικομηδείας 8 χιλιάδες πρόσφυγες.
Τετάρτη 16 Ιουνίου 1921, σπάει το πρώτο «μαύρο κύμα» των ποροσφύγων στην προβλήτα του λιμανιού μας, στο Κεφαλόσκαλο, που έλεγαν ότε. Σ Νομάρχης κ.Βερροιόπουλος έλαβε τα κατάλλη προσωρινώς υπό σκηνάς. Αργότερον θα μεταφερθούν εις Ευξεινούπολιν, Ελασσώνα και Τύρναβον. Ο κ.Νομάρχης επέστρεψε εις την Λάρισαν. Θα κατέλθη δε άμα τη αφίξει των προσφύγων».
πηγή http://ikee.lib.auth.gr/record/124508/files/GRI-2010-5760.pdf
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανακωχή του Μούδρου (1918) αγγλικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Νικομήδεια Τα έτη 1920 -1921 η Νικομήδεια κατελήφθει από τα ελληνικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του 1920 το 16ο Σύνταγμα Πεζικού του Ελληνικού Στρατού εστάλη για ενίσχυση των Βρετανών, ενώ τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο αποβιβάσθηκε στη Νικομήδεια ολόκληρη η ελληνική Μεραρχία Μαγνησίας. Τον Ιούνιο του 1921, η Νικομήδεια εκκενώθηκε από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, αφού προηγουμένως είχαν αναχωρήσει οι ΄Ελληνες κάτοικοί της, καθώς και όσοι από τους Αρμενίους είχαν σωθεί από τους προηγούμενους διωγμούς. Από το 1921 και εξής είναι πόλη της Τουρκίας. Κατά τα χρόνια της τουρκικής δημοκρατίας (1923 εξ.) η Ιζνίκ έγινε η πρωτεύουσα του νομού Κοτζά Ελή (Kocaeli). Ο νομός περιβάλλεται βορείως από τη Μαύρη Θάλασσα και δυτικά από την Προποντίδα και από τους νομούς της Κωνσταντινουπόλεως, Αντά Παζάρ και Προύσης. ΄Εχει εμβαδόν 3.986 τετρ.χιλμιόμετρα και πληθυσμό 930.702 (1990). Υποδιοικήσεις 4, κωμοπόλεις 10 και χωριά 27984.
Η επαρχία Νικομηδείας περιελάμβανε 67 κοινότητας και ομογενή πληθυσμόν 54.031 χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχείς, διότι απολάμβαναν σχετική ησυχία και ασφάλεια. Οι διωγμοί όμως στη Θράκη και τη Μ.Ασία είχαν ήδη αρχίσει, ο φανατισμός και το μίσος του μουσουλμανικού λαού εναντίον των Ελλήνων ενισχυόταν έντονα από τον τουρκικό τύπο, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι της επαρχίας να ξεσηκωθούν. Αρχικά, Τούρκοι ιεροδιδάσκαλοι εστάλησαν στα χωριά αυτά, προκειμένου να κατηχήσουν τους ομοθρήσκους τους για να διενεργούν φανερά πλέον , τον μέχρι τότε εν στενώ κύκλω διενεργούμενο εμπορικό αποκλεισμό και να προβαίνουν σε βιαιοπραγίες, μιμούμενοι τα όσα ήδη διενεργούνταν από ομοφύλους τους αλλού
Στο πλαίσιο του ανωτέρου στρατιωτικού σχεδίου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων χιλιάδες Έλληνες της περιοχής αυτής επιβιβάζονται από τα λιμάνια της Προποντίδας στα πλοία, με ό,τι υπάρχοντα μπορούσαν να μεταφέρουν και κατανέμονται σε διάφορες περιοχές της χώρας μας. Μια από τις περιοχές που θα δεχθεί «προσωρινά» αυτούς τους πρόσφυγες θα είναι και ο Βόλος. Στην συνέχεια ακολουθούν σημαντικότατες πληροφορίες προερχόμενες από τον τύπο της εποχής σχετικές με το σχέδιο εκκένωσις της Νικομήδειας, τη μεταφορά των προσφύγων στο Βόλο, αλλά και τα προβλήματα που δημιούργησε η εγκατάσταση των προσφύγων στον τόπο στον οποίο βρέθηκαν διαβάζουμε σχετικά
Στην εφημερίδα «Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ»
«Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ
ΑΘΗΝΑ . Το Υπουργείο της Περιθάλψεως απέστειλεν 1.000.000 δραχμές δι’ έξοδα μεταφοράς των προσφύγων της Νικομήδειας. Οι εν λόγω πρόσφυγες θα κατανεμηθούν εις νήσους Λήμνον, Σάμον, Χίον και εις τους νομούς Αρκαδίας, τον Βόλον και το Αγρίνιον». Και το πρόγραμμα αρχίζει να υλοποιείται.
Διαβάζουμε στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» Της Τρίτης 15 Ιουνίου 1921:
«ΗΡΧΙΣΕΝ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ΑΘΗΝΑ 14. Ηγγέλθη εις το Υπουργείον,ότι εκ των συγκεντρωθέντων εν Νικομηδεία προσφύγων Μικράς Ασίας επιβιβασθέντων επί των ατμοπλοίων μεταφέρονται εις Μυτιλήνην 9 χιλιάδες, εις Λήμνον 4 χιλιάδες, εις Βόλον και Λάρισαν 8 χιλιάδες, εις Σάμον 6 χιλιάδες, εις Ηλείαν και Τρίπολιν 3 χιλιάδες».
Στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της ίδιας ημέρας (Τρίτη 15 Ιουνίου 1921) διαβάζουμε:
«Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Αύριον μεταφέρονται εις την πόλιν μας εκ Νικομηδείας 8 χιλιάδες πρόσφυγες.
Τετάρτη 16 Ιουνίου 1921, σπάει το πρώτο «μαύρο κύμα» των ποροσφύγων στην προβλήτα του λιμανιού μας, στο Κεφαλόσκαλο, που έλεγαν ότε. Σ Νομάρχης κ.Βερροιόπουλος έλαβε τα κατάλλη προσωρινώς υπό σκηνάς. Αργότερον θα μεταφερθούν εις Ευξεινούπολιν, Ελασσώνα και Τύρναβον. Ο κ.Νομάρχης επέστρεψε εις την Λάρισαν. Θα κατέλθη δε άμα τη αφίξει των προσφύγων».
πηγή http://ikee.lib.auth.gr/record/124508/files/GRI-2010-5760.pdf